- ὑποτηρῶ
- ὑποτηρέωnotice beforehandpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑποτηρέωnotice beforehandpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτηρώ — έω, Α 1. παρατηρώ κρυφά, παραμονεύω 2. φυλάγω κάτι κρυμμένο με υπομονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τηρῶ «παρατηρώ, προσέχω»] … Dictionary of Greek
υποτήρησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑποτηρῶ] παρατήρηση, το να παρατηρεί κανείς κάτι … Dictionary of Greek